- χαλυβώνω
- 1. χαλυβοποιώ, μετατρέπω σίδερο σε χάλυβα.2. προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλυβώνω — Ν βλ. χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
χαλυβδώνω — και χαλυβώνω Ν 1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα 2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα 3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ … Dictionary of Greek
χαλύβδωση — και χαλύβωση, η, Ν [χαλυβδώνω / χαλυβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
χαλύβωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλυβώνω, η μεταβολή σίδερου σε χάλυβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)